Σύνδρομο Υπερκινητικότητας Διάσπασης προσοχής ΔΕΠ-Υ
Το περίφημο σύνδρομο του υπερκινητικού παιδιού είναι μια αναπτυξιακή ιδιαιτερότητα, που επηρεάζει άμεσα την μάθηση και την κοινωνικοποίηση. Ένα ποσοστό 5-7% των αγοριών και 3% των κοριτσιών παρουσιάζουν παθολογική απροσεξία με ή δίχως εμφανή υπερκινητικότητα. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση αποτελεί και μαθησιακή δυσκολία (όχι βεβαίως Ειδική), καθώς είναι ευκολονόητο πως ένα παιδί που δεν συγκεντρώνεται έχει κατά κανόνα πεσμένη σχολική επίδοση.
Στην Ελλάδα οι ειδικοί κάνουμε λόγο για Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ). Αυτό σημαίνει ότι το παιδί παρουσιάζει τρία γνωρίσματα: απροσεξία, υπερδραστηριότητα και παρορμητικότητα. Ας τα περιγράψουμε εν συντομία. Το πιο ενδιαφέρον γνώρισμα των παιδιών αυτών είναι η παρορμητικότητα: είναι παιδιά βιαστικά, ανυπόμονα, έχουν ξαφνικούς και έντονους θυμούς (που περνάνε πολύ γρήγορα), παιδιά που πετάγονται στην τάξη, δυσκολεύονται να κάνουν ησυχία, θέλουν να παίζουν ή να βγαίνουν έξω όλη την ώρα, απαντούν χωρίς πολλή σκέψη (πολλές φορές χωρίς να έχουν καταλάβει καλά την ερώτηση), παίρνουν βιαστικές αποφάσεις και κάνουν επιπόλαιες επιλογές, δυσκολεύονται να ακολουθήσουν κανόνες συμπεριφοράς ή παιχνιδιού, δυσκολεύονται να κρατάνε πρόγραμμα, δεν έχουν υπομονή να κάθονται σ’ ένα μέρος.
Απροσεξία σημαίνει πως είναι πολύ συχνά αφηρημένα, δεν μπορούν να είναι συγκεντρωμένα για πάνω από λίγα λεπτά (ή και δευτερόλεπτα), δεν προσέχουν το όνομά τους όταν τα φωνάζουν, κάνουν ορθογραφικά λάθη ενώ γνωρίζουν τους κανόνες, ξεχνούν τα πράγματά τους, δεν θυμούνται πολύ καλά τι έγινε ή τι ειπώθηκε πριν από λίγο. Πράγματα που ακούν ή βλέπουν ή θυμούνται, τα κάνουν να αποσπώνται από το μάθημα ή από την παρέα, και να στρέφουν την προσοχή τους αλλού.
Η υπερδραστηριότητα είναι αυτό που κάνει τα παιδιά να έχουν την υπερκινητική εικόνα. Δεν κουράζονται να παίζουν και να τρέχουν, οι κινήσεις τους είναι γρήγορες και άτσαλες, κάνουν ζημιές κατά λάθος, έχουν μεγάλη περιέργεια και ψάχνουν το χώρο ή πειράζουν τα πράγματα που βλέπουν. Μπορεί να σκαρφαλώνουν σε επικίνδυνα μέρη, δεν έχουν επαρκή αίσθηση κινδύνου. Είναι εύθυμα, φλύαρα, κατά κάποιον τρόπο ανώριμα («πολύ παιδιά»), μετανιώνουν για τα λάθη τους, αλλά τα επαναλαμβάνουν, γιατί η παρορμητικότητά τους τα κάνει να ενεργούν προτού σκεφθούν.
Αιτία για όλη αυτή τη σύνθετη εικόνα είναι ο γενετικός προγραμματισμός του παιδιού. Σχεδόν πάντα υπάρχουν και άλλοι συγγενείς στο σόι που έχουν ιστορικό «πολύ ζωηρού παιδιού» ή «είναι αφηρημένοι». Αυτός ο γενετικός προγραμματισμός κάνει τις λεγόμενες «επιτελικές λειτουργίες» του εγκεφάλου να ωριμάζουν αργά, περίπου 10 χρόνια αργότερα από το αναμενόμενο. Έτσι, ενώ όλοι περιμένουν ότι ένα παιδί 4 ετών θα συμμορφώνεται πια αρκετά εύκολα και θα είναι αρκετά προσεκτικό, στα υπερκινητικά ή απρόσεκτα παιδιά βλέπουμε πως η συμπεριφορά τους δεν «ωριμάζει», πρέπει ακόμη να τα κυνηγάμε γιατί «δεν ακούνε». Αυτό μπορεί να συνεχιστεί λίγο ως πολύ μέχρι την προχωρημένη εφηβεία.
Σε ηλικία Λυκείου τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν πια αλλάξει πολύ, τα χαρακτηριστικά της απροσεξίας και της υπερδραστηριότητας δεν είναι πολύ έντονα. Αυτό οφείλεται στη θετική επίδραση που έχουν οι ορμονικές αλλαγές στην ωρίμανση των εγκεφαλικών λειτουργιών. Οι επιτελικές (ή εκτελεστικές) λειτουργίες του εγκεφάλου μάς επιτρέπουν να σκεφτούμε καλύτερα προτού πράξουμε κάτι. Ωστόσο, παραμένουν ως ένα βαθμό αφηρημένα και ανυπόμονα, και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να δοκιμάζουν «καινούργια πράγματα», όπως να τρέχουν με μηχανές ή να πάρουν απαγορευμένες ουσίες κ.λπ.
Η ΔΕΠ-Υ δεν δίνει χρόνο για σκέψη στα παιδιά, γι’ αυτό κάνουν τόσες λαθεμένες κινήσεις ή πράξεις. Οι επιτελικές ικανότητες αντίθετα, μας επιτρέπουν να βάλουμε σε τάξη, να οργανώσουμε τις δουλειές μας και τις γνώσεις μας και να επιλέγουμε την κατάλληλη συμπεριφορά. Επειδή αυτό δεν μπορούν να το κάνουν τα απρόσεκτα/υπερκινητικά παιδιά όσο πρέπει, οι γνώσεις τους είναι «χύμα», δίνουν τυχαίες απαντήσεις, γράφουν μέτρια ως κακά τεστ.
Τέλος, οι επιτελικές λειτουργίες μάς επιτρέπουν να «κατεβάζουμε διακόπτες» όποτε θέλουμε να συγκεντρωθούμε, αδιαφορώντας για ό,τι ασήμαντο συμβαίνει γύρω, χωρίς να χάνουμε την ικανότητά μας να διακρίνουμε ό,τι σημαντικό θα έπρεπε να προσέξουμε. Αντίθετα, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ την ώρα της μελέτης σκέφτονται κι άλλα πράγματα, με αποτέλεσμα να ξεχνιούνται, και δίνουν σημασία σε ήχους που ακούγονται (κουδούνια, φωνές, τηλεόραση, θόρυβοι από το δρόμο) με αποτέλεσμα να αποσπώνται από τη δουλειά τους. Άλλοτε η προσοχή τους υπερεστιάζει σε αυτό με το οποίο ασχολούνται, και δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τι γίνεται γύρω τους.
Δυστυχώς, όπως είναι λογικό, η συμπεριφορά των παιδιών με αυτές τις ιδιαιτερότητες αναγκάζει τους γονείς να αντιδρούν άσχημα, επειδή καταλήγουν να είναι πολύ κουρασμένοι ψυχολογικά. Έτσι, τα παιδιά είναι πολύ μαλωμένα και αυτό τα κάνει να νιώθουν ενοχές και να είναι πεπεισμένα πως δεν μπορούν να διορθωθούν και να ευχαριστήσουν τους γονείς τους ή τους δασκάλους τους. Επίσης γνωρίζουν πως δεν παίζουν φρόνιμα και γι’ αυτό τα άλλα παιδάκια τα αποφεύγουν, δεν τα θέλουν στο παιχνίδι τους. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν εύκολα ξεσπάσματα θυμού και να γίνονται αντιδραστικά, ανυπάκουα ή επιθετικά. Παράλληλα, κατά βάθος δεν έχουν αυτοπεποίθηση, ούτε καλή αυτοεκτίμηση, γι’ αυτό είναι πρόθυμα να κάνουν παρέα με άλλα «κακά» ή ζωηρά παιδιά, με κίνδυνο να βρεθούν κοινωνικά περιθωριοποιημένα. Σε αυτή την περίπτωση υιοθετούν και προκλητικές, αναιδείς συμπεριφορές, λένε σε όλα «όχι», κάνουν το αντίθετο απ’ ό,τι τους λένε. Τότε μιλάμε για μια νέα κατάσταση, μια νέα διαταραχή συμπεριφοράς, που αποκαλείται «Εναντιωματική-Προκλητική» και θέλει ξεχωριστή αντιμετώπιση.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό από γονείς και εκπαιδευτικούς, είναι ότι το μάλωμα και οι παρατηρήσεις, οι τιμωρίες και οι κυρώσεις, οι φωνές και οι τσακωμοί με το παιδί, δεν μπορούν να βοηθήσουν και να διορθώσουν την κατάσταση, γιατί το παιδί, βάσει όσων εξηγήσαμε παραπάνω, δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του έτσι όπως του ζητάμε. Για τη σωστή αντιμετώπιση του παιδιού απαιτείται να κατανοήσουμε ότι η ρύθμιση της συμπεριφοράς του δεν εξαρτάται καθόλου από τη θέληση του παιδιού: όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να τα καταφέρει! Ενώ σε μικρή ηλικία το παιδί έχει κάθε καλή διάθεση να προσπαθήσει για να μας ευχαριστήσει (άσχετα αν δεν τα καταφέρνει), μεγαλώνοντας διατρέχει τον κίνδυνο να μην έχει μια υγιή κοινωνικοποίηση, να περιθωριοποιηθεί, να αποτύχει σχολικά όσο καλό μυαλό κι αν έχει, να περιοριστούν οι ευκαιρίες του για μόρφωση, να διαταραχθούν μόνιμα οι σχέσεις του με τ’ αδέλφια του και γενικότερα με την οικογένεια, να αποκτήσει βλαβερές ή επικίνδυνες συνήθειες και παραβατικές συμπεριφορές. Για να βοηθήσουμε την εξέλιξη του παιδιού και τη ρύθμιση της συμπεριφοράς του, πρέπει οπωσδήποτε να συνεργαστούμε με ειδικούς, τόσο για τη διάγνωση, όσο και για τη βοήθεια που χρειάζεται το παιδί στη συμπεριφορά και στη μάθηση. Δεν είναι τυχαία τα υψηλά ποσοστά κατάχρησης ουσιών και γενικότερης παραβατικότητας που χαρακτηρίζουν νέους ενήλικες με ΔΕΠΥ.
Κάθε υπεύθυνος ειδικός που διαπιστώνει ΔΕΠ-Υ σε ένα παιδί, οφείλει να συζητήσει άμεσα με τους γονείς δύο ζητήματα: πώς θα αναπτύξει το παιδί τις επιτελικές του ικανότητες και κατά πόσο είναι αναγκαία η φαρμακευτική υποστήριξη για να περιοριστούν άμεσα οι δυσκολίες ή τα προβλήματα.